- μάλια
- Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.722 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου.
Αρχαιολογικός χώρος και μνημεία. Σε απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων Α από τα M. βρίσκονται με τα ερείπια του μινωικού ανάκτορου και του οικισμού που πήρε το όνομα της σημερινής πόλης, αφού δεν σώζεται το προϊστορικό όνομά του. Φαίνεται ότι, αντίθετα με την Κνωσό και τη Φαιστό, με την εγκατάλειψη του οικισμού στα υπομινωικά χρόνια, λησμονήθηκε το όνομά του.
Πρώτος εντόπισε ίχνη αρχαιοτήτων στον χώρο αυτό ο Άγγλος πλοίαρχος Σπρατ, ο οποίος περιόδευε το νησί στα μέσα του 19ου αι. Η πρώτη συστηματική ανασκαφική έρευνα άρχισε το 1915 από τον τότε έφορο αρχαιοτήτων Κρήτης Ιωσήφ Χατζιδάκη ο οποίος τη συνέχισε για μερικά χρόνια. Η σημασία της ανασκαφής οδήγησε τον Χατζιδάκη σε συμφωνία με τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή για την από κοινού έρευνα του μινωικού ανακτόρου. Η σοβαρή όμως ασθένεια του Έλληνα αρχαιολόγου είχε αποτέλεσμα να ανασκαφεί ο χώρος μόνο από τη γαλλική σχολή μεταξύ 1921-32. Ωστόσο, έως σήμερα, οι έρευνες συνεχίζονται για την καλύτερη μελέτη των στρωματογραφικών δεδομένων και για συμπληρωματικές ανασκαφικές εργασίες.
Το ανάκτορο των Μ. δεν παρουσιάζει τη μεγαλοπρέπεια των ανακτόρων της Κνωσού και της Φαιστού, είναι πιο φτωχό και εποχιακό. Απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά ο γυψόλιθος, ο αλάβαστρος και γενικά η μνημειακή αρχιτεκτονική μορφή των δυο άλλων ανακτόρων. Για την οικοδόμηση του ανακτόρου των Μαλίων χρησιμοποιήθηκαν τοπικές πέτρες, η σιδερόπετρα και η αμμούδα. Τόσο η ανακτορική εγκατάσταση όσο και η πόλη εκτείνονται στην επίπεδη μικρή πεδιάδα των Μαλίων και σε μικρή απόσταση από την αμμουδερή παραλία. Η θέση είναι επίκαιρη, αφού ελέγχει απόλυτα τη μοναδική οδό προσπέλασης προς την ανατολική Κρήτη και έδινε τη δυνατότητα στους κατοίκους να ασχοληθούν με τη ναυτιλία και το εμπόριο. Η περίφημη μινωική ειρήνη (pax minoica) δικαιολογεί το χτίσιμο του ανακτόρου και της πόλης χωρίς οχύρωση, τόσο κοντά στη θάλασσα (τόσο η Κνωσός όσο και η Φαιστός είναι χτισμένες σε χαμηλούς λόφους και σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από τη θάλασσα).
Γύρω από το όνομα της μινωικής πόλης διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Μίνως εκδίωξε τον αδελφό του Σαρπηδόνα, ο οποίος μαζί με τον φίλο του Μίλητο μετανάστευσε στη Μικρά Ασία. Εκεί ο Σαρπηδόνας έγινε βασιλιάς της Λυκίας και ο Μίλητος ίδρυσε την ομώνυμη πόλη στην Καρία. Στην παράδοση αυτή στηρίχθηκαν οι μελετητές και υπόθεσαν ότι, αφού η κρητική πόλη Μίλατος βρίσκεται κοντά στο ανάκτορο των M., θα πρέπει εδώ να βασίλευσε ο Σαρπηδόνας.
Η λιγοστή παρουσία νεολιθικών και προανακτορικών λειψάνων στα Μ. μαρτυρεί ότι κατά τις πρώιμες αυτές περιόδους οι κάτοικοι του νησιού δεν είχαν επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον χώρο αυτόν, ίσως γιατί δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμη τα ναυτικά τους ενδιαφέροντα. Το πρώτο ανάκτορο χτίστηκε αμέσως μετά το 2000 π.Χ., ακριβώς την ίδια εποχή με τα ανάκτορα της Κνωσού και της Φαιστού. Όμως από τα Μ. απουσιάζει σχεδόν εντελώς ο πολύχρωμος καμαραϊκός ρυθμός. Το γεγονός αυτό είχε οδηγήσει αρχικά στην εσφαλμένη υπόθεση ότι κατά την περίοδο ακμής του κεραμικού αυτού ρυθμού είχε εγκαταλειφθεί ο χώρος, ενώ η απουσία του ανακτορικού κεραμικού ρυθμού συνδυάζεται απλώς με τον επαρχιακό χαρακτήρα της εγκατάστασης. Από το πρώτο ανάκτορο των Μ. ελάχιστα λείψανα σώζονται.
Τα νεκροταφεία της παλαιοανακτορικής περιόδου βρίσκονται κοντά στην παραλία και στα κοντινά νησάκια της Αγίας Βαρβάρας και του Χριστού. Το γνωστότερο όμως και σπουδαιότερο απ’ όλα είναι το νεκροταφείο του Χρυσόλακκου, που αποκαλύφθηκε στα Β του ανακτόρου. Πρόκειται για χώρο τετραγωνισμένο με περίβολο και μικρά εσωτερικά διαμερίσματα για τις ταφές. Επειδή ο περίβολος χρησιμοποιήθηκε και στην πρώτη φάση της επόμενης περιόδου (νεοανακτορική), πολλά από τα ευρήματα χρονολογήθηκαν εσφαλμένα. Κλασικό παράδειγμα το περίφημο χρυσό περίαπτο των μελισσών το οποίο χρονικά πρέπει να τοποθετηθεί γύρω στα 1650 π.Χ.
Η ιστορία του ανακτόρου των Μ. είναι παράλληλη με εκείνη των δύο άλλων (Κνωσού, Φαιστού). Μετά την καταστροφή του 1700 π.Χ. ξαναχτίστηκε και η αρχιτεκτονική του διάταξη ακολούθησε τον γνωστό τύπο. Το 1450 π.Χ. τόσο η ανακτορική εγκατάσταση όσο και η γύρω πόλη καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. Μετά το 1400 π.Χ. σημειώθηκε μερική ανακατάληψη. Ο οικισμός όμως αυτός είναι ασήμαντος.
Στα Μ. είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερα η μεταλλοτεχνία (βρέθηκαν θαυμάσια νεοανακτορικά ξίφη), η χρυσοχοΐα και η σφραγιδογλυφία (ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εργαστήρι κατασκευής σφραγιδολίθων της νεοανακτορικής περιόδου).
Μετά την τελική εγκατάλειψη του μετανακτορικού οικισμού των M., το κέντρο της περιοχής μεταφέρθηκε στην κοντινή περιοχή της Χερσονήσου, όπου και ιδρύθηκε η ομώνυμη αρχαία πόλη.
Σκουλαρίκι από τα Μάλια, μινωικής εποχής. Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου.
Από το ανάκτορο των Μαλιών, που χτίστηκε την ίδια εποχή με εκείνα της Κνωσού και της Φαιστού, σώζονται ελάχιστα λείψανα.
Από το ανάκτορο των Μαλιών, που χτίστηκε την ίδια εποχή με εκείνα της Κνωσού και της Φαιστού, σώζονται ελάχιστα λείψανα.
* * *μάλια, ἡ (Μ)θώρακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maglia].
Dictionary of Greek. 2013.